- όλεθρος
- ο (ΑΜ ὄλεθρος)1. παντελής καταστροφή, φθορά, αφανισμός2. θάνατος («κτεῑναί μ' οἰκτίστῳ ὀλέθρῳ», Ομ. Οδ.)αρχ.1. καθετί που επιφέρει μεγάλη καταστροφή2. (περιφρονητικά ιδίως για πρόσ.) φθοροποιός, καταστροφέας, λυμεώνας («ὀλέθρου Μακεδόνος» — για τον Φίλιππο τής Μακεδονίας)3. αποπλάνηση, διαφθορά («τὸν Ἑλένης τίσαντας ὄλεθρον», Ευρ.)4. φρ. «οὐκ εἰς ὄλεθρον;»(ως κατάρα) δεν πας να χαθείς;[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ολε- (βλ. λ. όλλυμι) + επίθημα -θρος (πρβλ. λύ-θρος)].
Dictionary of Greek. 2013.